- αὐτόγραφον
- αὐτόγραφοςwritten with one's own handmasc/fem acc sgαὐτόγραφοςwritten with one's own handneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Автограф — В Викисловаре есть статья «автограф» Автограф (др. греч. αὐτόγραφον «рукопись, написанная собственноручно»): Автограф собственноручная подпись или надп … Википедия
EXEMPLUM — Gr. ἀντίγραφον, sicut Exemplar. ἀυτόγραφον, vide Salmas. de Modo Usurar. c. 1. Item, argumentum, figura. Unde marmora in exemplis, apud Anastas. in Leone III. h. e. exemplata, figurata viz. et imaginata: cuiusmodi exempla fiebant opere tesselato … Hofmann J. Lexicon universale
αυτόγραφος — η, ο (AM αὐτόγραφος, ον) Ι. ο γραμμένος με τα ίδια τα χέρια κάποιου, ιδιόχειρος II. το ουδ. ως ουσ. το αυτόγραφο (Α τὸ αὐτόγραφον) 1. νεοελλ. α) κείμενο ή κείμενα γραμμένα ιδιοχείρως από επιφανή προσωπικότητα β) η υπογραφή ή σύντομο ιδιόχειρο… … Dictionary of Greek